ουρεΐδιο

ουρεΐδιο
το
συν. στον πληθ. τα ουρεΐδια
χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων οι οποίες προκύπτουν από την ουρία με αντικατάσταση ενός ή δύο ατόμων υδρογόνου τού μορίου της από οργανικές ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. ureide (< uree < λατ. urina «ούρο» βλ. λ. ουρώ) + κατάλ. -ide].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδαντοΐνη — η, Ν χημ. κοινή ονομασία τής 2,4 ημιδαζολιδινοδιόνης, ουρεΐδιο με κυκλικό πυρήνα, αλλ. γλυκολουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hydantoin < hydrogen «υδρογόνο» + all antoin (βλ. λ. αλλαντοΐνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”